εμφυτευτής

εμφυτευτής
ο (AM ἐμφυτευτής)
αυτός που νοικιάζει με μακροχρόνια μίσθωση ξένο κτήμα με δικαίωμα να το καλλιεργεί, να δημιουργεί φυτεία σ' αυτό
νεοελλ.
αυτός που φυτεύει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐμφυτευτής — holder of such an estate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευταῖς — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευταί — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτῇ — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτήν — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτῶν — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτάς — ἐμφυτευτά̱ς , ἐμφυτευτής holder of such an estate masc acc pl ἐμφυτευτά̱ς , ἐμφυτευτής holder of such an estate masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφύτευση — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, κατά το οποίο ο δικαιούχος (εμφυτευτής) είχε εξουσία επάνω στα προϊόντα ενός ακινήτου που ανήκε κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, καθώς και εξουσία προστασίας του ακινήτου αντί του ιδιοκτήτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”